- δίψακος
- Ποώδες φυτό της οικογένειας των διψακιδών. Το αρχικό είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινό σε ακαλλιέργητους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Έχει όρθιο, ισχυρό βλαστό, ύψους ενός μέτρου και πλέον, που διακλαδίζεται προς τα πάνω, είναι αυλακωτός, αγκαθωτός, με φύλλα προμήκη, λογχοειδή, εφοδιασμένα με κοντά αγκάθια. Χαρακτηριστικές είναι οι ανθοταξίες του, που σχηματίζουν χοντρά ωοειδή κεφάλια, με μία έως δύο σειρές από επιμήκη, γραμμοειδή και ισχυρά περιβληματικά βράκτια. Τα άνθη του είναι πολύ μικρά, ρόδινα, λευκά, ιώδη ή γαλάζια. Καθένα προστατεύεται με περίβλημα από μικρά αγκαθωτά βράκτια, ενώ τα κεφάλια εμφανίζονται αγκαθωτά, με ανασηκωμένες αιχμές. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν τα κεφάλια για να ξάνουν το μαλλί, γι’ αυτό και καλλιεργούσαν εντατικά τον δ.
Ο δ. ο ταινιόφυλλος είναι γνωστός με την κοινή ονομασία νεράγκαθο ή νεροκράτης και συναντάται σε χέρσες περιοχές της Ελλάδας, από τη Θεσσαλία έως τα νησιά του Ιονίου.
Νεαρή ταξιανθία δίψακου· το φυτό αυτό που ανήκει στην οικογένεια των διψακιδών φυτρώνει και στην Ελλάδα.
Άνθος του φυτού δίψακος.
* * *ο (Α δίψακος)νεοελλ.ονομασία γένους φυτών τών οποίων τα φύλλα με τη διάταξή τους συγκρατούν το νερό, νεροκράτηςαρχ.1. φυτό θαμνώδες, αγκαθωτό, που χρησιμοποιούσαν οι βυρσοδέψες2. είδος σακχαρώδους διαβήτη που προκαλούσε αφόρητη δίψα στον πάσχοντα3. φρ. «δίψακον θρυαλλίδιον» — φιτίλι που διψάει, που θέλει λάδι«δίψακος ὀδύνη» — επώδυνη δίψα, δίψα που προκαλεί δίψα«δίψακος ἀήρ» — στεγνός, ξερός αέρας.
Dictionary of Greek. 2013.